απολυτήριος

απολυτήριος
-α, -ο
1. αυτός που έχει σκοπό την απόλυση ή που γίνεται σ' αυτή: Οι απολυτήριες εξετάσεις των λυκείων θα γίνουν από τις δέκα ως τις είκοσι Ιουνίου.
2. το ουδ. ως ουσ., το απολυτήριο το έγγραφο που δείχνει πως κάποιος εκτέλεσε μιαν υποχρέωσή του ή περάτωσε τις σπουδές ορισμένου κύκλου (απολυτήριο στρατού, γυμνασίου, λυκείου κτλ.): Πήρε το απολυτήριο του λυκείου με πολύ μεγάλο βαθμό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • απολυτήριος — α, ο [απολύω] 1. (για εξετάσεις) αυτός που διεξάγεται για την αποφοίτηση από σχολή, με τη λήξη των σπουδών 2. το ουδ. ως ουσ. το απολυτήριο (εκπαιδ. στρ.) αποδεικτικό αποφοίτησης, εκπλήρωσης θητείας …   Dictionary of Greek

  • -τήριος — ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία απαντούσε αρχικά σε επίθετα που παράγονταν από αρσ. σε τήρ* (πρβλ. ἀμυντήριος: ἀμυντήρ, για τον σχηματισμό βλ. και λ. ιος) γρήγορα, όμως, εξελίχθηκε σε ανεξάρτητη κατάληξη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”